λικνίζομαι

λικνίζομαι
sway

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λικνίζομαι — λικνίζομαι, λικνίστηκα, λικνισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ταλαντεύω — εύτηκα 1. μτβ., κουνώ ρυθμικά. 2. ταλαντεύομαι. 3. αμτβ., λικνίζομαι, κουνιέμαι πότε εδώ πότε εκεί ρυθμικά. 4. δεν έχω σταθερότητα, διστάζω, αμφιρρέπω: Ταλαντεύεται μεταξύ του ναι και του όχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”